Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του «νοητού τείχους», εν Ρωσία (28 Μαΐου)
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το γεγονός.
ίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καί ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις στήν Ἐκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιός εἶναι Αὐτός; Ποιά εἶναι ἡ σχέση Του μέ τόν Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καί ἡ ἕνωση δηλαδή ἀκτίστου καί κτιστοῦ ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου»; Μέ ποιό τρόπο γεννήθηκε ἀπό γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατόν ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νά ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος»; Τά ἐρωτήματα πού ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τή θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοί αὐτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά ἀπαντήσει στίς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις, διατύπωσε αὐθεντικά τήν πίστη της στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστές ὡς «Ὅροι», δηλαδή ὅρια - ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, κατ’ ἀρχήν μέ τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τό Χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οἱ Ἀρειανοί ὅσο καί οἱ Εὐνομιανοί εἶχαν δική τους «Χριστολογία», στήν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἐποχή αὐτή τό ἐνδιαφέρον στρεφόταν πρωτίστως στό Τριαδολογικό δόγμα, πού ἀφοροῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν σχέση Του μέ τόν Θεό Πατέρα Του. Μέ αὐτά τά Χριστολογικά θέματα τῆς πίστεως, πού ἀφοροῦσαν τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου, ἀσχολήθηκε ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού συνῆλθε στήν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ.
Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου Ἀρείου, ἀπό τίς 20 Μαΐου προκαταρκτικά καί ἀπό 14 Ἰουνίου ἐπίσημα μέ τήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τίς 25 Αὐγούστου τοῦ 325 μ.Χ. Ἡ Σύνοδος ἀποτελέσθηκε, κατά μέν τήν ἐπικρατούσα παράδοση ἀπό 318 θεοφόρους Πατέρες, κατ’ ἄλλες δέ ἱστορικές μαρτυρίες ἀπό τριακόσιους περίπου. Κύριος δέ σκοπός αὐτῆς ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ἡ θετική διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περί τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι τή θεότητα Αὐτοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ ἀπό τό 318 μ.Χ. ὁ Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἄρειος.
Ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μέν τρία Πρόσωπα ἐνυπόστατα, ἀλλά διά τό συμφυές, τό συναΐδιον, τό ὁμόθρονον, τό ὁμοούσιον καί τό ἀπαράλλακτο τῆς οὐσίας Τους ἀποτελοῦν Μία Θεότητα, Μονάδα Τρίφωτο, τή Μοναρχία τῆς Τριάδος καί ὄχι τρεῖς θεούς, δηλαδή «τρεῖς ἀνομοίους τε καί ἐκφύλους οὐσίας», ὅπως ὁ Ἄρειος ἀφρόνως ἀποτόλμησε νά κηρύξει, «ὕλην πυρός τοῦ αἰωνίου ἑαυτῷ θησαυρίζων». Ἡ Μία καί Ἑνιαία Θεότητα διακρίνεται σέ τρία Πρόσωπα (ὑποστάσεις ἢ χαρακτῆρες) ὡς πρός τόν ἀριθμό. Ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῆς Θεότητας εἶναι τό ὁμοούσιον, τό ἀπαράλλακτον τῆς μορφῆς, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Θείων Ὑποστάσεων, ἐνῶ ἐκεῖνο πού διακρίνει τά Πρόσωπα εἶναι οἱ ἀσύγχυτες ἰδιότητες αὐτῶν.
Τό πρῶτο λοιπόν καί κύριο ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν ἀφ’ ἑνός ἡ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν πλανῶν καί κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὀπαδῶν του, ἀφ’ ἑτέρου ἡ διακήρυξη τῆς πίστεως ἢ τοῦ «Συμβόλου τῆς Νικαίας», τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τόν πρῶτο σημαντικό σταθμό στήν ἐργώδη προσπάθεια τῆς θεολογικῆς πατερικῆς σκέψεως.
Τό «Σύμβολον τῆς Νικαίας» ἢ τό «Πιστεύω», ὅπως ἀπαγγέλουμε στό ναό στή Θεία Λειτουργία ἢ σέ ἄλλες Ἀκολουθίες, ἔχει τρεῖς χαρακτηριστικές φράσεις πρός καταπολέμηση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου: «Ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα», «Ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Στό τέλος τοῦ «Συμβόλου» τῆς Νικαίας τέθηκαν ἀναθεματισμοί, διά τῶν ὁποίων ἀναθεματίζονται οἱ σπουδαιότερες αἱρετικές ἐκφράσεις τοῦ Ἀρείου.
Ποιός προήδρευσε τῆς Συνόδου; Ἀναφέρονται τρία ὀνόματα: ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Κορδούης Ὅσιος. Ἀλλά ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει λόγο περί προέδρων δύο ταγμάτων, δεξιοῦ καί ἀριστεροῦ. Ἀπό τήν πληροφορία αὐτή ἐξάγεται ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας πρόεδρος, δέν ὑπῆρχε κοινός πρόεδρος. Κοινός πρόεδρος ἦταν ὁ αὐτοκράτορας.
Ἔτσι ἡ μέν Σύνοδος καταδίκασε τόν Ἄρειο, ὁ δέ Μέγας Κωνσταντίνος ἐξόρισε τούς αἱρετικούς Ἄρειο, Σεκοῦνδο Πτολεμαΐδος καί Θεωνᾶ Μαρμαρικῆς στή Ἰλλυρία, ἀργότερα δέ ἐξορίσθηκαν στή Γαλλία καί ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καί ὁ Νικαίας Θεόγνις, ἐπειδή ἀρνήθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καί δέχονταν τούς Ἀρειανούς.
Στή συνέχεια ἡ Σύνοδος διευθέτησε καί ἄλλα τρία ἐκκλησιαστικά σχίσματα, τό Νοβατιανό, τό Σαμοσατιανό καί τό Μελιτιανό, ὁμοίως δέ τερμάτισε καί τίς ἔριδες πρίν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ἀφοῦ ὅρισε αὐτό νά ἑορτάζεται τή πρώτη Κυριακή μετά τήν πρώτη πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.
Στό Μίλιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κτίριο ἱστάμενο ἀντίκρυ τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῆς Ἁγίας Σοφίας, σώζονται μέχρι τό 766 ἢ 767 μ.Χ. οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ἕξι Συνόδων, τίς ὁποῖες τότε ἐξαφάνισε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ὁ Κοπρώνυμος, ἀφοῦ ζωγράφισε ἀντί αὐτῶν ἡνίοχους καί ἱπποδρομικά θέματα. Ἀλλά τήν εἰκόνα τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐξαφάνισε ὁ Φιλιππικός, ἴσως τό 712 μ.Χ., ζωγραφίζοντας ἀντί αὐτῆς τόν ἑαυτό του καί τόν κακόδοξο Πατριάρχη Ἰωάννη ΣΤ’.
Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία ὅρισε δύο ἑορτάσιμες ἡμέρες γιά τήν προβολή τῆς διδασκαλίας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν 28η Μαΐου καί τήν Ζ’ Κυριακή ἀπό τοῦ Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία ἐνέταξε τήν παρούσα ἑορτή στόν κύκλο τῶν ἑορτῶν τοῦ Πεντηκοσταρίου, καί μάλιστα μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὄχι γιά ἄλλη αἰτία, ἀλλά γιά τήν μαρτυρία αὐτῆς ὑπέρ τῆς Θεότητας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁμοουσίου τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα καί τῆς πραγματικότητος τῆς Σαρκώσεως Αὐτοῦ. Διά τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς εἰς οὐρανούς Ἀναλήψεώς Του, ὁ Κύριος ἀποκάλυψε σέ ὅλους ὅτι δέν ἦταν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος καί ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος. Στή μαρτυρία αὐτή τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νά προσθέσει καί τήν δική της ἐμπειρία, τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος αὐτῆς, ὅπως ἐκφράστηκε αὐτή στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀπό τούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπί γῆς, τούς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καί δι’ αὐτῶν, πρός τήν ἀληθινήν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶς Ἀποστόλων τό κήρυγμα, καί τῶν Πατέρων τά δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καί χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τόν ὑφαντόν τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τό μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱόν καί Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τόν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καί λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τό φρύαγμα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Σύνοδος ἡ Πρώτη ἐν τῇ λαμπρᾷ, πόλει Νικαέων, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, σέ Χριστέ κηρύττει, καί λύει τοῦ Ἀρείου, τήν ψυχοφθόρον πλάνην, ἐνθέοις δόγμασι.
ἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐτύχιος.
Ἀναδείχθηκε σέ Ἐπίσκοπο Μελιτινῆς, ὅμως λόγῳ τῆς Χριστιανικῆς δράσεώς του συνελήφθη, ἀρνήθηκε δέ νά θυσιάσει στά εἴδωλα, καί μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια ρίχθηκε στό νερό, ὅπου βρῆκε μαρτυρικό θάνατο.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς εὐτυχήσας ἀρετῶν ταῖς ἰδέαις, τῆς τῶν Μαρτύρων εὐκληρίας μετέσχες, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Εὐτυχές· σύ γάρ τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθαρῶς ὑπουργήσας, αἵμασιν ἐφοίνιξας, τήν ἁγίαν στολήν σου· μεθ’ ἧς Χριστῷ καί νῦν ἱερουργῶν, ἀεί δυσώπει, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς αἱμάτων σου.
Τῆς Ἐκκλησίας στερρῶς προϊστάμενος, ὑπέρ αὐτῆς τήν ψυχήν Πάτερ τέθεικας· ἣν νῦν ἀπαρέγκλιτον φύλαττε, τῆς εὐσεβείας τοῖς δόγμασιν Ὅσιε· αὐτῆς γάρ Εὐτυχές ἑδραίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ εὐτυχίας τῆς ἀληθοῦς, τοῖς ἐν ἀγνωσίᾳ, χρημάτισας ἱερουργέ, τῆς τοῦ μαρτυρίου, πλουτοποιοῦ εὐκλείας, ὦ Εὐτυχές ἐπέβης, ἀγωνισάμενος.
Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικές συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μέ τό Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καί Φιλίππου. Μαρτύρησε στήν Κόρινθο ἐπί τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νά ὁμολογήσει τόν Χριστό καί νά ὑποστεῖ τό μαρτύριο, παρά νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στήν ἀρχή τῆν φυλάκισαν· τό μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τά πόδια σέ ζυγό βοδιῶν καί τήν ἄφησαν νά ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετά ἀπό αὐτό τήν ἔριξαν σέ πίσσα καί ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καί πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στή συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νά τήν προσφέρουν θυσία στούς θεούς, γι’ αὐτό τῆς ξύρισαν τήν κεφαλή καί τήν ἔριξαν στή φωτιά· ὅμως αὐτή ὄχι μόνο δέν ἔπαθε τίποτε, ἀλλά ἀπεναντίας, μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νά καταρίψει τά ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καί τοῦ Ἀσκληπιοῦ πού βρίσκονταν στό ναό. Στή συνέχεια τῆς ἔτεμαν τούς μαστούς καί τήν φυλάκισαν. Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τόν ἡγεμόνα Περίνιο στήν Κόρινθο, διέταξε νά ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νά ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νά ριφθεῖ στήν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δέν τήν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τήν βασάνισαν· ξάπλωσαν τήν Ἁγία πάνω σέ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλά οἱ Ἄγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ τῆς συμπαραστέκονταν καί θεράπευαν τίς σάρκες της, πού καίγονταν. Οὔτε ὅμως καί τά θηρία τήν ἀκούμπησαν, ἂν καί κατέφαγαν ἑκατόν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τή θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διά ξίφους τμηθεῖσα, πρός Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».
Ἅγιος Ἀλέξανδρος, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔζησε τόν 3ο καί 4ο αἰώνα μ.Χ. καί συμμετεῖχε στήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά καταδικάσει τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Ἀρείου.
Σύμφωνα μέ τόν Γελάσιο Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπογράφει στή Σύνοδο τῆς Νικαίας ὡς «Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης διά τῶν ὑπ’ αὐτῶν τελούντων, ταῖς κατά Μακεδονίαν πρώτην καί δευτέραν σύν τῇ Ἑλλάδι, τήν τε Εὐρώπην πᾶσαν, Σκυθίαν ἑκατέραν, καί ταῖς κατά τό Ἰλλυρικόν ἅπασαις, Θεσσαλίαν τε καί Ἀχαΐαν».
Στό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, «Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν», συμπεριλαμβάνονται δύο ἐπιστολές πού ἀνήκουν στόν Ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὅπως πιστοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Πρόκειται α) γιά μία ἐπιστολή πού ἀπέστειλε στόν Μέγα Ἀθανάσιο τό 322 μ.Χ. («Κυρίῳ ἀγαπητῷ υἱῷ καί ὁμοψύχῳ συλλειτουργῷ Ἀθανασίῳ Ἀλεξανδρείας»), στήν ὁποία ἐκφράζει τή χαρά του, διότι οἱ κατηγορίες ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ἠθικός αὐτουργός γιά τή δολοφονία τοῦ μελιτιανοῦ Ἐπισκόπου Ἀρσενίου ἀποδείχθηκαν ψευδεῖς, καί β) γιά μιά ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκρατορικό ἐπίτροπο κόμητα Διονύσιο («Ταῦτα δεξάμενος Ἀλέξανδρος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, ἔγραψε Διονυσίῳ τῷ κόμητι ταῦτα»), στήν ὁποία καταγγέλλει τίς σκευωρίες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων πού συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τῆς Τύρου (335 μ.Χ.) κατά τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου.
Σύμφωνα μέ τό Συναξάριο τῆς Ἁγίας Ματρώνης († 27 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, μετά τό τέλος τῶν διωγμῶν καί τήν ἔκδοση τοῦ διατάγματος τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), μετέφερε τό μαρτυρικό της λείψανο μέσα στήν πόλη καί «ἐκκλησίαν κτίσας ἐκεῖσε ἀπέθετο τήν μακαρίαν καί ἀοίδιμον ὁσίως καί εὐσεβῶς».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔζησε κατά Θεόν καί ἀγωνίσθηκε σθεναρά γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἅγιος Νικήτας, ὁ Ὁμολογητής, εἶναι ἄγνωστος στούς Συναξαριστές καί τά Μηναῖα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στούς Λαυρεωτικούς Κώδικες μέ Ἀκολουθία αὐτοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξάγεται ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν Ἐπίσκοπος Χαλκηδόνος, μεταξύ τῶν ἐτῶν 726 καί 775 μ.Χ., καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καί ἀναδείχθηκε Ὁμολογητής γιά τούς ὑπέρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀγῶνες του. Ἐνδέχεται μάλιστα νά παραιτήθηκε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Χαλκηδόνος καί νά ἀποσύρθηκε σέ κάποια μονή τῆς Παλαιστίνης, γιά νά ἐπιδοθεῖ ἀποκλειστικά σέ ἀσκητικούς ἀγώνες.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.