Ἁγία Μάρτυς Ἑλικωνίς γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη. Οἱ χρονικές συντεταγμένες τοῦ βίου της, σύμφωνα μέ τό Συναξάριό της, τοποθετοῦνται κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Γορδιανοῦ Γ’ (238 – 244 μ.Χ.) καί Φιλίππου. Μαρτύρησε στήν Κόρινθο ἐπί τοῦ ἡγεμόνος Περινίου, ὅπου προτίμησε νά ὁμολογήσει τόν Χριστό καί νά ὑποστεῖ τό μαρτύριο, παρά νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Οἱ τύρρανοί της στήν ἀρχή τῆν φυλάκισαν· τό μαρτύριό της ἄρχισε ὅταν τῆς ἔδεσαν τά πόδια σέ ζυγό βοδιῶν καί τήν ἄφησαν νά ποδοπατεῖται· λύθηκε ὅμως θαυματουργικά. Μετά ἀπό αὐτό τήν ἔριξαν σέ πίσσα καί ἄσφαλτο, ἀπ’ ὅπου ὅμως καί πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Στή συνέχεια οἱ δήμιοί της θέλησαν νά τήν προσφέρουν θυσία στούς θεούς, γι’ αὐτό τῆς ξύρισαν τήν κεφαλή καί τήν ἔριξαν στή φωτιά· ὅμως αὐτή ὄχι μόνο δέν ἔπαθε τίποτε, ἀλλά ἀπεναντίας, μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, κατόρθωσε νά καταρίψει τά ξόανα τῆς Ἀθηνᾶς, τοῦ Διός καί τοῦ Ἀσκληπιοῦ πού βρίσκονταν στό ναό. Στή συνέχεια τῆς ἔτεμαν τούς μαστούς καί τήν φυλάκισαν. Ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Ἰουστίνος διαδέχθηκε τόν ἡγεμόνα Περίνιο στήν Κόρινθο, διέταξε νά ὁδηγηθεῖ μπροστά του ἡ Ἑλικωνίς, ἡ ὁποία συνέχιζε νά ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νά ριφθεῖ στήν κάμινο, ὅπου ὅμως ἡ φλόγα δέν τήν ἄγγιξε. Ἑβδομήντα στρατιῶτες τήν βασάνισαν· ξάπλωσαν τήν Ἁγία πάνω σέ πυρακτωμένο χάλκινο κρεβάτι, ἀλλά οἱ Ἄγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ τῆς συμπαραστέκονταν καί θεράπευαν τίς σάρκες της, πού καίγονταν. Οὔτε ὅμως καί τά θηρία τήν ἀκούμπησαν, ἂν καί κατέφαγαν ἑκατόν εἴκοσι ὑπηρέτες. Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας διέταξε τή θανάτωση τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία «διά ξίφους τμηθεῖσα, πρός Κύριον στεφανοφόρος ἀνῆλθε».