Ὅσιος Συμεὼν ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει (24 Μαΐου)

2405 115 Ὅσιος Συμεών γεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια, ἀπό τήν ὁποία καταγόταν καί ἡ μητέρα του Μάρθα, ἐνῶ ὁ πατέρας του Ἰωάννης καταγόταν ἀπό τήν Ἔδεσσα καί ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Σέ ἡλικία ἕξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανός ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε μέσα στήν οἰκία του πού κατέρρευσε ἀπό σεισμό, μέ θεία ὑπόδειξη ὁδηγήθηκε στή Σελεύκεια καί παραδόθηκε στήν πνευματική προστασία καί καθοδήγηση τοῦ περίφημου γιά τίς ἀρετές του ἀσκητή Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντά στό ὄρος τοῦ χωριοῦ Πίλασα. Ἀπό αὐτόν ὁ Ὅσιος Συμεών διδάχθηκε τά ὑψηλά διδάγματα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας. Μιμούμενος τόν διδάσκαλό του ἀνήγειρε στύλο καί ἀφοῦ ἀνῆλθε ἐπ’ αυτoῦ, παρέμεινε προσευχόμενος ἐπί δώδεκα ἔτη. Ἀφοῦ διέπρεψε στήν ἀρετή καί ὁσιότητα καί διακρίθηκε γιά τήν θερμότητα τῆς πίστεως καί τή διαφλέγουσα αὐτόν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀξιώθηκε παρ’ Αὐτοῦ διά τῆς χάριτος τῆς προοράσεως καί τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας.
Ἔτσι προανήγγειλε τήν κοίμηση τοῦ διδασκάλου του, τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφραίμ (545 μ.Χ.), τούς σεισμούς τῆς Ἀντιόχειας καί Κωνσταντινουπόλεως (557 μ.Χ.) καί ἄλλα γεγονότα.
Ἀφοῦ κατῆλθε ἀπό τόν στύλο, μετέβη στό λεγόμενο Θαυμαστό ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε μοναστήρι γιά τούς μαθητές του, ἀνήγειρε γιά τόν ἑαυτό του στύλο, καί ἀνεβασμένος ἐπί αὐτοῦ παρέμεινε προσευχόμενος ἐπί σαράντα ἔτη.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του εἶχε διαδοθεῖ σέ ὅλη τή χώρα, πλῆθος δέ συνέρεε πρός αὐτόν αἰτώντας τήν ἴαση καί τῆν εὐλογία του. Ὁ δέ Ἐπίσκοπος Σελευκείας, ἀφοῦ προσῆλθε καί ἀνέβηκε στόν στύλο, τόν χειροτόνησε Πρεσβύτερο.
Ἔτσι θεοσεβῶς, μέ κάθε σκληραγωγία, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Συμεών, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 590 μ.Χ., σέ ἡλικία ὀγδόντα πέντε ἐτῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἀείφωτος λύχνος δωρεῶν τῆς ἀσκήσεως, ἐν τῷ Θαυμαστῷ Πάτερ Ὄρει, διαπρέψας ἀνέλαμψας, καί κλίμακα ἐκ γῆς, πρός οὐρανόν, τόν στῦλόν σου ὑπέθου ἀληθῶς, Συμεών θαυματοφόρε τοῖς εὐσεβῶς, προστρέχουσι τῇ Μάνδρᾳ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιο. Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.
Τά ἄνω ποθῶν, τῶν κάτω μεθιστάμενος, καί ἄλλον οὐρανόν, τόν στῦλον τεκτηνάμενος, δι’ αὐτοῦ ἀπήστραψας, τῶν θαυμάτων τήν αἴγλην Ὅσιε, καί Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Ὄρος κατοικήσας τό Θαυμαστόν, τόν ἐξ αἰωνίων, ἀπαυγάζοντα θαυμαστῶς, ὀρέων Δεσπότην, δοξάσας θείοις πόνοις, λαμπρῶς ἐθαυμαστώθης, Συμεών Ὅσιε.