Ἅγιοι Κωνσταντίνος καὶ Ἑλένη οἱ Ἱσαπόστολοι (21 Μαΐου)

24ς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσός τῆς Κιλικίας ὅσο καί τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη πού ἐπικρατεῖ φέρει τόν Μέγα Κωνσταντίνο νά ἔχει γεννηθεῖ στή Ναϊσό τῆς Ἄνω Μοισίας. Τό ἀκριβές ἔτος τῆς γεννήσεώς του δέν εἶναι γνωστό, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξύ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.
Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, πού λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρός, καί ἦταν συγγενής τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνός πανδοχέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.
Τό 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στή Νικομήδεια μέ τό ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τό ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανός καί Μαξιμιανός, παραιτοῦνται ἀπό τά ἀξιώματά τους καί ἀποσύρονται. Στό ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός στή Δύση καί ὁ Γαλέριος στήν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρός πέθανε στίς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καί ὁ στρατός ἀνακήρυξε Αὔγουστο τόν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως πού δέν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετά ἀπό μιά σειρά διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μέ τόν Μαξέντιο, υἱό τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικά, ἐπειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καί ὁ στρατός τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπό τήν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νά αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δέν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογή ἐκτός ἀπό τήν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νά προσευχηθεῖ, νά ζητήσει βοήθεια, ἀλλά καθώς διηγεῖται ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος, δέν ἤξερε σέ ποιόν Θεό νά ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερά στή σκέψη του ὅλους αὐτούς πού μαζί τους συνδιοικοῦσε τήν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτός ἀπό τόν πατέρα του, πίστευαν σέ πολλούς θεούς καί ὅλοι τους εἶχαν τραγικό τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νά προσεύχεται στόν Θεό, ὑψώνοντας τό δεξί του χέρι καί ἱκετεύοντάς Τον νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στόν οὐρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τίς μεσημβρινές ὧρες τοῦ ἡλίου, κατά τό δειλινό δηλαδή, εἶδε στόν οὐρανό τό τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, πού ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καί ἐνῶ προσπαθοῦσε νά κατανοήσει τή σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τόν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στόν ὕπνο του μαζί μέ τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καί τόν προέτρεψε νά κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καί νά τό χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στούς πολέμους.
Ἔχοντας ὡς σημαία του τό Χριστιανικό λάβαρο, ἀρχίζει νά προελαύνει πρός τήν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση.
Ὅταν φθάνει στή Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιά τούς Χριστιανούς τῆς πόλεως. Ὅμως τό ἐνδιαφέρον του δέν περιορίζεται μόνο σέ αὐτούς. Πολύ σύντομα πληροφορεῖται γιά τήν πενιχρή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καί ἐνισχύει ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο τά ἔργα διακονίας αὐτῆς.
Τό Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στά Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μέ τήν Κωνσταντία, ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιά ἱστορική συμφωνία μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν πού καθιερώνει τήν ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκείας.
Τά προβλήματα πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νά ταράξει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, πού ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικά τό δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.
Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τά ὅσα θλιβερά συνέβαιναν στήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μέ τόν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολή στόν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καί τόν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δέν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325 μ.Χ.
Ἡ περιγραφή τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπό τόν ἱστορικό Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στό μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγή καί ὅλοι περίμεναν τήν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τόν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θά ἔβλεπαν γιά πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μέ σεμνότητα καί πραότητα. Στήν ὁμιλία του πρός τή Σύνοδο χαρακτηρίζει τίς ἐνδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ὡς τό μεγαλύτερο δεινό καί ἀπό τούς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθύς καί σαφής. Δέν ἤθελε νά ἀσχοληθεῖ παρά μονάχα μέ θέματα πού ἀφοροῦσαν στήν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περί τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν ἀπό ὅλους τούς ἱστορικούς συγγραφεῖς.
Μετά τό πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιά τήν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στήν ὁποία γνωστοποιεῖ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρός ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τήν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καί ἀπαγορεύει τήν ἀπόκτηση καί τήν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιό ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρός τόν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τόν αἱρεσιάρχη καί τόν καταδικάζει μέ αὐστηρότητα γιά τίς κακοδοξίες του.
Ὅμως περί τά τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τόν Ἄρειο στά ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικά δέν χάνει τήν εὐκαιρία καί ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπό ἔντεχνες θεολογικές ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τόν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτή δέν διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος. Τελικά ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τό Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τόν Ἄρειο ἀπό τήν ἐξορία καί ἀποκαθιστᾶ τούς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καί Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καί ἡ ἀποκατάσταση τῶν περί αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καί στήν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τόν Ἄρειο στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μέ καθαίρεση τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σέ Σύνοδο πού συνῆλθε στήν Ἀντιόχεια τό 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καί ἐξορίζεται ἀπό τούς αἱρετικούς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, πού συνῆλθε τό 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιά νά συναντήσει τόν Μέγα Κωνσταντίνο.
Εἶναι γεγονός πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δέν ἔδειξε νά ἀποδέχεται τό αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιά ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νά τόν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τήν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνά μέσον ἐμοῦ καί σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τήν κατάφωρη ἀδικία καί τίς ἄθλιες μεθοδεύσεις σέ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί ἔκανε δεκτό τό αἴτημά του νά προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοί τῆς Τύρου καί ἡ διαδικασία νά λάβει χώρα ἐνώπιόν του.
Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τήν αὐτοκρατορική ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπό τούς συνοδικούς καί ἐμφανίσθηκε στόν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τίς ὑπόλοιπες κατηγορίες καί γιά πρώτη φορά ἔθεσε τό θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρός τήν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καί ἐξορίζει τόν Μέγα Ἀθανάσιο στά Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρά ταῦτα δέν ἐπικυρώνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιά καθαίρεση καί οὔτε διατάσσει τήν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτή πού τόν καταξιώνει στήν ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόν ὁδηγεῖ στό ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατά τόν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τά πρῶτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγές μᾶς πληροφοροῦν πώς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σέ ἰαματικά λουτρά. Βλέποντας ὅμως τήν ὑγεία του νά ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νά μεταβεῖ στήν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, πού εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στό ναό τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχές καί λιτανεῖες πρός τόν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πώς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στό τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στήν καρδιά του καί τόν ὁδηγεῖ στό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τοῦ βαπτίσματος. Μετά ἀπό αὐτά καταφεύγει σέ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τούς Ἐπισκόπους καί τούς ἀπευθύνει τόν ἑξῆς λόγο: «Αὐτός ἦταν ὁ καιρός πού προσδοκοῦσα ἀπό παλιά καί διψοῦσα καί εὐχόμουν νά καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τήν ἀθανατοποιό σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νά συμμετάσχουμε στό σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα πού κάποτε ἐπιθυμοῦσα νά κάνω στά ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στά ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τό βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεός ὅμως, πού γνωρίζει τό συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νά λάβουμε τό βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μήν ὑπάρχει λοιπόν καμία ἀμφιβολία. Γιατί καί ἐάν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καί νά συνυπάρχω μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, θά πλαισιώσω τή ζωή μου μέ ὅλους ἐκείνους τούς κανόνες πού ἁρμόζουν στόν Θεό».
Μετά τό βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δέν ξαναφόρεσε τόν αὐτοκρατορικό χιτώνα, ἀλλά παρέμεινε ἐνδεδυμένος μέ τό λευκό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τό 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος.
Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τά γεγονότα, τά ὁποῖα ἀκολούθησαν τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τά ροῦχα τους καί ἔπεσαν στό ἔδαφος, ἔκλαιγαν καί φώναζαν δυνατά, σάν νά μήν ἔχαναν τό βασιλέα τους, ἀλλά τόν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καί οἱ λοχαγοί ἔκλαιγαν τόν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καί κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σάν νά ἔχανε τό κοινό ἀγαθό.
Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοί τοποθέτησαν τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σέ χρυσή λάρνακα, τό μετέφεραν στήν Κωνσταντινούπολη καί τό ἐναπέθεσαν σέ βάθρο στόν βασιλικό οἶκο. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Δίκαια ἡ ἱστορία τόν ὀνόμασε Μέγα καί ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περί τό 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στήν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετική διχογνωμία ὡς πρός τό ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.
Μεταξύ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στή Ναϊσό τῆς Μοισίας τόν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρός ἔγινε Καίσαρας ἀπό τόν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νά τήν ἀπομακρύνει, γιά νά συζευχθεῖ τή Θεοδώρα, θετή κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καί νά ἔχει ἔτσι τό συγγενικό ἐκεῖνο δεσμό, ὁ ὁποῖος θά ἐξασφάλιζε τή στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρά τό γεγονός αὐτό ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τή μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τόν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τή μορφή της ἐπί νομισμάτων καί ἔδωσε τό ὄνομά της σέ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.
Ἡ Ἁγία ἔδειξε τήν εὐσέβειά της μέ πολλές εὐεργεσίες καί τήν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στή Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στήν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στή Βηθλεέμ (βασιλική τῆς Γεννήσεως) καί ἐπί τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλική τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τό 326 μ.Χ. στήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου «μέ μέγαν κόπον καί πολλήν ἔξοδον καί φοβερίσματα ηὗρεν τόν τίμιον σταυρόν καί τούς ἄλλους δύο σταυρούς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετά τήν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καί ἀπό τήν Κύπρο.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη κοιμήθηκε μέ εἰρήνη μᾶλλον τό 327 μ.Χ. σέ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τό θάνατό της καί μέ διαθήκη ἄφησε τήν περιουσία της στόν υἱό της καί τούς ἐγγονούς της.
Ὅπως ἦταν φυσικό ὁ υἱός της μετέφερε τό τίμιο λείψανό της στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν ἐνταφίασε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία, στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στόν ἱερό ναό αὐτῶν στήν κινστέρνα τοῦ Βώνου.
Οἱ Βυζαντινοί τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί τήν Ἁγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τό γεγονός ὅτι κατά τό Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλής στούς Βυζαντινούς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μέ τή μητέρα του, πού κρατοῦσαν στό μέσον Σταυρό.
Ἡ παράδοση αὐτή διατηρεῖται μέχρι καί σήμερα μέ τά κωνσταντινάτα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τόν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καί ὡς ὁ Παῦλος τήν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περισώζε διά παντός ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τό χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τόν Σταυρόν ἐφανέρωσας, καί τήν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σύν Μητρί Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σύν τῇ μητρί τῇ Ἑλένῃ, τόν Σταυρόν ἐκφαίνουσι, τό πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μέν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δέ, πιστῶν ἀνάκτων κατ’ ἐναντίων· δι’ ἡμᾶς γάρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καί ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον.
Τούς τῆς εὐσεβείας θείους πυρσούς, καί τῶν Ἀποστόλων, θιασώτας καί μιμητάς, σύν τῷ Κωνσταντίνῳ, Ἑλένην τήν Ἁγίαν, ὡς Βασιλέων δόξαν, ἀνευφημήσωμεν.