Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης (22 Απριλίου)

15 Ὅσιος Θεόδωρος γεννήθηκε στό χωριό Συκέα ἢ Συκεῶν τῆς Ἀναστασιοπόλεως, πρώτης πόλεως τῆς ἐπαρχίας Ἀγκυρανῶν καί ἦταν υἱός τῆς πόρνης Μαρίας καί τοῦ Κοσμᾶ, ἀποκρισάριου τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ. Ἡ ἐκ πορνείας γέννηση τοῦ Ὁσίου δέν ἐμπόδισε τόν Θεό νά τόν ἀναδείξει Ἀρχιερέα τιμιότατο καί νά τόν πλουτίσει μέ παράδοξες θεοσημεῖες καί θαυματουργίες. Στό σχολεῖο προέκοπτε στή μάθηση καί σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἔδειξε κλίση στό μοναχικό βίο. Μία νύχτα καί ἐνῷ ὁ Ὅσιος εἶχε γίνει δωδεκαετής, ἐμφανίσθηκε σέ αὐτόν ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος καί ἀφοῦ τόν ξύπνησε τοῦ εἶπε: «Σήκω, Θεόδωρε, ἔφθασε ὁ ὄρθρος, πᾶμε νά προσευχηθοῦμε». Ὁ Ὅσιος εἶχε τόση εὐλάβεια πρός τόν Ἅγιο Γεώργιο, ὥστε κάθε μεσημέρι φεύγοντας ἀπό τό σχολεῖο ἀνέβαινε στό γειτονικό πετρῶδες ὄρος, ὅπου ἦταν τό προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τόν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος μέ τή μορφή ἑνός παλικαριοῦ.
Ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τή μοναχική πολιτεία σέ νεαρή ἡλικία μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως Θεοδοσίου. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Ἀμέσως ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους καί ἔλαβε τό σχῆμα τοῦ μοναχοῦ στή μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Χουζιβᾶ.
Στήν συνέχεια ἐπέστρεψε στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του καί παρέμεινε μόνιμα στό παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ οἰκοδομοῦσε τόν ἑαυτό του μέ νηστεῖες καί χαμαικοιτίες, μέ ἀγρυπνίες καί ψαλμῳδίες, γι’ αὐτό καί ἀπολάμβανε ἀπό μέρος τοῦ Θεοῦ, ποταμό ἀπό περισσότερα χαρίσματα ἐναντίον τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων καί τῶν κάθε εἴδους ἀσθενειῶν.
Ἡ μητέρα του, ἔχοντας φρόνημα σαρκικό, ἐγκατέλειψε τόν υἱό της καί ἀφοῦ πῆρε ὅσο μέρος τῆς περιουσίας τῆς ἀναλογοῦσε, νυμφεύθηκε τόν Δαβίδ, ἄνδρα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς τῆς Ἄγκυρας.
Ἡ ἀδελφή τῆς μητέρας του, ἡ Δεσποινία, ἡ μητέρα της Ἐλπιδία καί ἡ ἀδελφή τοῦ Ὁσίου, ἡ Βλάττα, δέν δέχονταν νά ἀποχωρισθοῦν ἀπό αὐτόν. Ἀπεναντίας παρατηροῦσαν μέ προσοχή τήν ἐνάρετη ζωή του καί προσπαθοῦσαν νά τόν μιμηθοῦν ὅσο μποροῦσαν, ἐξαγνίζοντας καί ἀγιάζοντας τόν ἑαυτό τους μέ σωφροσύνη καί καθαρότητα βίου, μέ ἐλεημοσύνες καί προσευχές.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Ἀναστασιοπόλεως, Τιμοθέου, οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, κληρικοί καί λαϊκοί, πῆγαν στήν Ἄγκυρα καί ζήτησαν ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας, Παῦλο, νά ἀναδείξει Ἐπίσκοπο τῆς πόλεώς τους τόν Ὅσιο Θεόδωρο. Ὁ Ὅσιος δέν δεχόταν μέ κανένα τρόπο τήν πρόταση αὐτή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοί κατέφυγαν στή βία. Τόν ἔβγαλαν ἔξω καί ἀφοῦ τόν τοποθέτησαν ἐπάνω σέ ἕνα φορεῖο, τόν ἀπήγαγαν.
Κατά τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο κάποιος εἶδε ἕνα τεράστιο ἀστέρι πού ἀκτινοβολοῦσε, νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί νά στέκεται ἐπάνω στήν ἐκκλησία, ἀστράφτοντας καί φωτίζοντας τήν πόλη καί τήν γύρω περιοχή.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἔφθασε στήν Ἀναστασιόπολη μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Κίννας, Ἀμίαντο, ἀπό τόν ὁποῖο ἐνθρονίσθηκε. Ἔκτοτε ἔλαμπε συνεχῶς ὡς ἥλιος μέ τά θεία χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, μέ τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου του, μέ ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἀγαθοεργίες.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπιθύμησε νά ἐπισκεφθεῖ γιά δεύτερη φορά τά Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ προσκύνησε τόν Τίμιο Σταυρό, τόν Τάφο τοῦ Κυρίου καί ὅλα τά ἁγιάσματα πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή, καθώς καί τά κοντινά μοναστήρια. Τόν ἐνοχλοῦσε ὅμως ὁ λογισμός καί τόν ἔπεισε τελικά νά μήν ἐπιστρέψει πίσω στήν πατρίδα του, ἀλλά νά ζήσει ἡσυχαστική ζωή σέ κάποιο ἀπό τά μοναστήρια πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Νόμισε πώς εἶχε πέσει ἔξω ἀπό τό μοναχικό μέτρο, ἐπειδή ἀνέλαβε τήν πνευματική εὐθύνη τῆς Ἐπισκοπῆς καί διότι τόν στεναχωροῦσαν οἱ ἐνοχλητικές καταστάσεις πού ὑπῆρχαν σέ αὐτήν. Πῆγε λοιπόν στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ζοῦσε ἐκεῖ σέ ἕνα κελλί κάποιου ἀγωνιστοῦ μοναχοῦ, πού τόν ἔλεγαν Ἀνδρέα. Κάποια νύχτα ὅμως παρουσιάσθηκε στόν ὕπνο του ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε ἕνα ραβδί, τοῦ εἶπε: «Σήκω καί περπάτα, διότι πολλοί ἄνθρωποι λυποῦνται, γιατί ἀπουσιάζεις. Δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά ἐγκαταλείψεις τήν Ἐπισκοπή σου καί νά ζεῖς ἐδῶ». Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἀποχαιρέτισε τούς πατέρες τῆς μονῆς καί πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὅταν ἔφθασε στά μέρη τῆς Γαλατίας, κοντά στό μοναστήρι τῶν Δρυΐνων, τούς παρήγγειλε νά μήν μιλήσουν σέ κανέναν γι’ αὐτό, καθώς αὐτοί πού βρίσκονταν ἐκεῖ δέν τόν γνώριζαν. Ὡστόσο ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου κυκλοφόρησε παντοῦ. Ἔτσι ἔρχονταν πολλοί στό μοναστήρι, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του.
Ἀπό ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στήν Ἀναστασιόπολη προξενώντας ἔτσι μέ τήν ἐπιστροφή του, χαρά σέ ὅλους. Ὅμως ὁ Ὅσιος εἶχε ἀποφασίσει νά παραιτηθεῖ, γιά νά ἀκολουθήσει τήν ἡσυχαστική ὁδό. Γιά τόν λόγο αὐτό συνάντησε τόν Ἐπίσκοπο Ἀγκύρας Παῦλο καί τόν παρακάλεσε νά ἀποδεχθεῖ τήν παραίτησή του. Ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος δέν ἤθελε νά δεχθεῖ τήν παραίτηση τοῦ Ὁσίου. Καί ἀφοῦ ἔγινε ἔντονη συζήτηση μεταξύ τους, στό τέλος ἀποφάσισαν νά στείλουν μήνυμα στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κυριακό, γιά νά τοῦ θέσουν τό θέμα αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Κυριακός, μέ τήν προτροπή τοῦ βασιλέως, ἔδωσε ἐντολή στόν Μητροπολίτη Ἀγκύρας νά δεχθεῖ τό αἴτημα τοῦ Ὁσίου, νά τοῦ δώσει μάλιστα καί τό ὠμοφόριο τῆς Ἐπισκοπῆς, γιά νά διατηρεῖ τό ἀξίωμά του, καθώς ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος καί ἀποχωροῦσε ἀπό τήν Ἐπισκοπή χωρίς νά ἔχει διαπράξει ἀδίκημα.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἦλθε στήν περιοχή τῆς Ἡλιουπόλεως καί ἀπομονώθηκε στό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου στήν Ἄκρηνα, πολύ κοντά στό χωριό Πίδρος. Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ὅσιος ἔλαβε ἐπιστολές καί ἀπό τόν βασιλέα Μαυρίκιο καί τόν Πατριάρχη Κυριακό, οἱ ὁποῖοι τόν προέτρεπαν νά ἐπισκεφθεῖ τήν Κωνσταντινούπολη καί νά τούς εὐλογήσει. Ἔτσι λοιπόν πῆγε στή θεοφύλακτη πόλη, ὅπου κήρυξε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί θεράπευσε πολλούς.
Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στή Γαλατία, ἀλλά ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 610 μ.Χ., ἐπί Πατριάρχου Θωμᾶ, στόν θάνατο τοῦ ὁποίου βρέθηκε. Καί ἀφοῦ τιμήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Σέργιο ἐπανῆλθε στό μοναστήρι του, ὅπου συνέχισε τό θεοφιλή βίο του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 613 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, καί τῷ Θεῷ ἀνετέθης ὡς Σαμουήλ ὁ κλεινός, τήν ὑπέρτιμον στολήν Πάτερ κληρούμενος· ὅθεν θαυμάτων αὐτουργός, καί Χριστοῦ μυσταγωγός, Θεόδωρε ἀνεδείχθης, θεοδωρήτως ἐκλάμπων, τάς ψυχοτρόφους δωρεάς τοῖς πιστοῖς.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς πυρίνῳ ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς θεοφόρε, ἐπιβάς ἀνέδραμες, εἰς οὐρανίους οἰκήσεις, ἄγγελος, μετά ἀνθρώπων συμβιοτεύων, ἄνθρωπος, σύν τοῖς Ἀγγέλοις περιχορεύων· διά τοῦτο ἀνεδείχθης, θαυμάτων θεῖον δοχεῖον Θεόδωρε.

Μεγαλυνάριον.
Δῶρον καθιέρωσας τῷ Θεῷ, Θεόδωρε Πάτερ, τόν σόν βίον τόν ἱερόν· ὅθεν θεοσδότων, μετέσχες χαρισμάτων, καί δωρεάν βλυσταίνεις, πᾶσι τάς χάριτας.