Κατά Μάρκον (β΄23 – γ΄5)

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐγένετο παραπορεύεσθαι τον Ἰησοῦν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. Καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι.

Καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυὶδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; Πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.

Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. Καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. Καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. Καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων.

Καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. Καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Τόν καιρό ἐκεῖνο, συνέβη, ημέρα Σάββατο, νὰ βαδίζῃ μέσα σὲ σπαρμένα χωράφια, καὶ οἱ μαθηταί του, κατὰ τὴν πορείαν, ἄρχισαν νὰ κόβουν τὰ στάχυα. Καὶ οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἔλεγαν, «Νά, τὶ κάνουν τὸ Σάββατον, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται».

Καὶ λέγει εἰς αὐτούς, «Ποτὲ δὲν ἐδιαβάσατε τὶ ἔκανε ὁ Δαυΐδ, ὅταν εὑρέθηκε εἰς ἀνάγκην καὶ ἐπείνασε αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του; Πῶς ἐμπῆκε εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ὅταν ἦτο ἀρχιερεὺς ὁ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς ἄλλος νὰ φάγῃ παρὰ μόνον οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔδωκε καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί του;». Καὶ προσέθεσε, «Τὸ Σάββατον ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον. Ὥστε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου».

Καὶ ἐμπῆκε πάλιν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐκεῖ ἤτανε ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξερὸ τὸ χέρι. Καὶ ἐπρόσεχαν καλὰ νὰ ἰδοῦν ἐὰν θὰ τὸν θεραπεύσῃ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν. Καὶ λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ εἶχε ξερὸ τὸ χέρι, «Στάσου εὶ ἰς τὸ μέσον». Καὶ λέγει εἰς αὐτούς, «Ἐπιτρέπεται τὸ Σάββατον νὰ κάνῃ κανεὶς καλὸ ἢ νὰ κάνῃ κακό; Νὰ σώσῃ μιὰ ζωὴ ὴ νὰ σκοτώσῃ;».

Αὐτοὶ ἐσιωποῦσαν. Καὶ ἀφοῦ ἔρριψε γύρω τους μιὰ ματιὰ μὲ ὀργήν, λυπημένος διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδιᾶς των, λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον, «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου». Καὶ τὸ ἅπλωσε καὶ ἔγινε πάλι γερὸ τὸ χέρι του ὅπως τὸ ἄλλο.