Προς Κορινθίους Α΄ (β΄ 9 – γ΄ 8)

Ἀδελφοί, καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.

Ἡμῖν δὲ ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.

Τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἐν αὐτῷ; οὕτω καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ἡμεῖς δὲ, οὐ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν.

Ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες.

Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται.

Ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται.

Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; Ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν.

Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην ὑμῖν λαλῆσαι ὡς πνευματικοῖς, ἀλλ᾿ ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ.

Γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα. Οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. ἀλλ᾿ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε.

Ὅπου γὰρ ἐν ὑμῖν ζῆλος καὶ ἔρις καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε καὶ κατὰ ἄνθρωπον περιπατεῖτε;

Ὅταν γὰρ λέγῃ τις, ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἕτερος δὲ ἐγὼ Ἀπολλώ, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε;

Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ Ἀπολλὼς ἀλλ᾿ ἢ διάκονοι δι᾿ ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν;

Ἐγὼ ἐφύτευσα, Ἀπολλὼς ἐπότισεν, ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ηὔξανεν· ὥστε οὔτε ὁ φυτεύων ἐστί τι οὔτε ὁ ποτίζων, ἀλλ᾿ ὁ αὐξάνων Θεός.

Ὁ φυτεύων δὲ καὶ ὁ ποτίζων ἕν εἰσιν· ἕκαστος δὲ τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἐκεῖνα ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν συνέλαβε, ἐκεῖνα ποὺ ἐτοίμασε ὁ Θεὸς δι’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.

Σ’ ἐμᾶς ὁ Θεὸς τὰ ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματός του, διότι τὸ Πνεῦμα τὰ ἐρευνᾶ ὅλα, ἀκόμη καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.

Ποιός ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ξέρει τὶ εἶναι ὁ ἄνθρωπος παρὰ μόνον τὸν πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι μέσα του; Ἔτσι καὶ τὸ τί εἶναι ὁ Θεὸς κανεὶς δὲν τὸ ξέρει παρὰ μόνον τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς δὲν ἐλάβαμε τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ νὰ γνωρίσωμεν ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν.

Γι’ αὐτὰ μιλᾶμε, ὄχι μὲ λόγους ποὺ μᾶς τοὺς ἐδίδαξε ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγους ποὺ τοὺς ἐδίδαξε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἑρμηνεύοντες πνευματικὰ πράγματα εἰς πνευματικοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι γι’ αὐτὸν εἶναι μωρία· δὲν μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ, διότι πρέπει νὰ ἐξετασθοῦν πνευματικῶς.

Ἀλλ’ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος κρίνει ὅλα τὰ πράγματα, ὁ ἴδιος ὅμως δὲν κρίνεται ἀπὸ κανέναν. Διότι, ποιός ἐγνώρισε τὴν σκέψιν τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ τὸν διδάξῃ; Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν νοῦν Χριστοῦ.

Καὶ ἐγὼ, αδελφοί, δὲν μπόρεσα νὰ σᾶς μιλήσω ὅπως θὰ ἥρμοζε σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ὅπως ἥρμοζε σὲ γηΐνους, σὲ νήπια ἐν Χριστῷ.

Γάλα σᾶς ἐπότισα καὶ ὄχι στερεὰν τροφήν, διότι ἀκόμη δὲν μπορούσατε νὰ τὴν δεχθῆτε. Ἀλλ’ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μπορεῖτε, διότι ἀκόμη εἶσθε γήϊνοι.

Ὅταν ὑπάρχῃ μεταξύ σας ζηλοτυπία καὶ φιλονεικία καὶ διαίρεσις, δὲν εἶσθε γήϊνοι καὶ δὲν φέρεσθαι σὰν κοινοὶ ἄνθρωποι;

Διότι ὅταν ὁ ἕνας λέγῃ: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου» καὶ ὁ ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», δὲν εἶσθε κοινοὶ ἄνθρωποι;

Τί εἶναι ἐπὶ τέλους ὁ Παῦλος; Τί εἶναι ὁ Ἀπολλώς, παρὰ ὑπηρέται διὰ τῶν ὁποίων ἐπιστέψατε καὶ ὅπως ὁ Κύριος ἔδωκε εἰς τὸν καθένα; Ἐγὼ ἐφύτεψα, ὁ Ἀπολλὼς ἐπότισε, ὁ Θεὸς ὅμως ἔδινε τὴν αὔξησιν.

Ὥστε, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει εἶναι τίποτε οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ποὺ δίνει τὴν αὔξησιν.

Ἐκεῖνος ποὺ φυτεύει καὶ ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει εἶναι τὸ ἴδιο, ἀλλ’ ὁ καθένας θὰ πάρῃ τὸν δικόν του μισθὸν σύμφωνα μὲ τὸν δικόν του κόπον.