Προς Εφεσίους (ε΄ 25 – 33)

Ἀδελφοί, οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος.

Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ' ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν· ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ· ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.

Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, οἱ ἄνδρες, νά ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκάς σας, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του δι’ αὐτήν, διὰ νὰ τὴν ἁγιάσῃ, ἀφοῦ τὴν ἐκαθάρισε μὲ τὸ λουτρὸν τοῦ ὕδατος, διὰ τοῦ λόγου, διὰ νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του ἔνδοξη τὴν ἐκκλησίαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ κηλῖδα ἢ ρυτίδα ἢ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ ἄψογος.

Ἔτσι ὀφείλουν καὶ οἱ ἄνδρες νὰ ἀγαποῦν τὰς γυναῖκάς των ὅπως τὰ δικά των σώματα. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν γυναῖκά του, ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτόν του, διότι κανεὶς ποτὲ δὲν ἐμίσησε τὴν σάρκα του, ἀλλὰ τὴν τρέφει καὶ τὴν περιποιεῖται, ὅπως καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν, διότι εἴμεθα μέλη τοῦ σώματός του, ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ἀπὸ τὰ όστᾶ του. Διὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκοληθῇ πρὸς τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο σάρκα μία.

Τὸ μυστήριον αὐτὸ εἶναι μεγάλο· ἐγὼ τὸ ἐξηγῶ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἐκκλησίαν. Ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἂς ἀγαπᾶ ὁ καθένας τὴν γυναῖκά του ὅπως τὸν ἑαυτόν του, ἡ δὲ γυναῖκα νὰ σέβεται τὸν ἄνδρα της.